κοσμοπολίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοπολίτικος < κοσμοπολίτης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κοσμοπολίτικος
- σχετικός με τον κοσμοπολίτη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κοσμόπολη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοσμοπολίτικος
|