κοσμοχαλασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοσμοχαλασιά | οι | κοσμοχαλασιές |
γενική | της | κοσμοχαλασιάς | των | κοσμοχαλασιών |
αιτιατική | την | κοσμοχαλασιά | τις | κοσμοχαλασιές |
κλητική | κοσμοχαλασιά | κοσμοχαλασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοχαλασιά θηλυκό
- κακές καιρικές συνθήκες που προκαλούν καταστοφές
- (μεταφορικά) φασαρία, αναστάτωση, χαλασμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοσμοχαλασιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοσμο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)