κοσμοϊστορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοϊστορικός < κόσμος + -ο- + ιστορικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική weltgeschichtlich
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κοσμοϊστορικός