κοσμόπολη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμόπολη οι κοσμοπόλεις
      γενική της κοσμόπολης* των κοσμοπόλεων
    αιτιατική την κοσμόπολη τις κοσμοπόλεις
     κλητική κοσμόπολη κοσμοπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοσμοπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσμόπολη < κοσμό- + -πολη, λόγιο ενδογενές δάνειο: cosmopolis < αρχαία ελληνική κόσμος + πόλις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈzmo.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐σμό‐πο‐λη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμόπολη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κόσμος και πόλη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]