Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοτέτσι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοτέτσι τα κοτέτσια
      γενική του κοτετσιού των κοτετσιών
    αιτιατική το κοτέτσι τα κοτέτσια
     κλητική κοτέτσι κοτέτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοτέτσι < σλαβικής προέλευσης коте́ц (κοτέτς)[1] + < πρωτοσλαβική *kotьcь (=φωλιά, αποθήκη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοτέτσι ουδέτερο

  1. μικρό σπιτάκι ή κλουβί όπου ζουν κότες
     συνώνυμα: ορνιθώνας, κουμάσι
      Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
  2. (μεταφορικά) (οικείο) (για διαμέρισμα) μικρό και στενό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.