κοτζάμπασης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοτζάμπασης οι κοτζαμπάσηδες
      γενική του κοτζάμπαση των κοτζαμπάσηδων
    αιτιατική τον κοτζάμπαση τους κοτζαμπάσηδες
     κλητική κοτζάμπαση κοτζαμπάσηδες
Κατηγορία όπως «κοτζάμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοτζάμπασης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kocabaşı[1] [2] [3] < kocaάνδρας, γέροντας, μεγάλος, πελώριος»[1] + başκεφάλι, επικεφαλής»)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kodˈza.ba.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐τζά‐μπα‐σης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοτζάμπασης αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά, πολιτική, ιστορία) δημογέροντας, πρόκριτος, προύχοντας των αυτοδιοικούμενων χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
  2. (μεταφορικά, σπάνιο) κάποιος που καταπιέζει, που φέρεται σαν δυνάστης

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. κοτζάμπασης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. κοτζάμπασηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)