κουβέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουβέλι τα κουβέλια
      γενική του κουβελιού των κουβελιών
    αιτιατική το κουβέλι τα κουβέλια
     κλητική κουβέλι κουβέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουβέλι < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης kubeł < πρωτοσλαβική *kъbьlъ < παλαιά άνω γερμανική kūbel < λατινική cupellum < cupa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keup- (κοιλότητα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουβέλι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) η κυψέλη
  2. (παρωχημένο) μέτρο χωρητικότητας που χρησιμοποιείται για τα σιτηρά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]