κουβαδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουβαδάκι τα κουβαδάκια
      γενική
    αιτιατική το κουβαδάκι τα κουβαδάκια
     κλητική κουβαδάκι κουβαδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουβαδάκι < υποκοριστικό του κουβάς (θέμα πληθυντικού κουβαδ- + άκι)
παιδικό κουβαδάκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουβαδάκι ουδέτερο

  1. μικρός κουβάς, κυρίως παιδικό παιχνίδι
  2. το περιεχόμενο ενός μικρού κουβά.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • το κουβαδάκι σου και σε άλλη παραλία (πάρε το κουβαδάκι σου και άντε σε άλλη παραλία να παίξεις): δεν σε θέλουμε εδώ, μπρος, δρόμο