κουβεντολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουβεντολόι | τα | κουβεντολόγια |
γενική | του | κουβεντολογιού | των | κουβεντολογιών |
αιτιατική | το | κουβεντολόι | τα | κουβεντολόγια |
κλητική | κουβεντολόι | κουβεντολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουβεντολόι < κουβέντ(α) + -ο- + -λόι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουβεντολόι ουδέτερο
- (ανεπίσημο) κουβεντούλα, διάλογος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουβεντολόι
|