κουδούνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουδούνι τα κουδούνια
      γενική του κουδουνιού των κουδουνιών
    αιτιατική το κουδούνι τα κουδούνια
     κλητική κουδούνι κουδούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διάφορα είδη από κουδούνια.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουδούνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουδούνι(ν) < κωδώνιον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κώδων[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuˈðu.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουδούνι ουδέτερο

  1. μικρή καμπανούλα
    ※  Κι ὕστερα ἀκούστηκαν μακριὰ τὰ κουδούνια τῶν κοπαδιῶν. Εἶναι οἱ βλάχοι. Δικό τους θὰ εἶναι τὸ μεγάλο κοπάδι ποὺ βόσκει. Ἄκου πόσα κουδούνια!... Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλὰ ὅπως τ’ ἄστρα, ὅπως οι γρῦλοι.
    Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Τα Ψηλά Βουνά (1918), «Άστρα, γρύλοι και κουδούνια»
    → και δείτε τη λέξη τροκάνα
  2. ηλεκτρική συσκευή με κουμπί που παράγει ήχο. Τοποθετείται κοντά σε εξώπορτα σπιτιού ή στην είσοδο των κτιρίων
    Χτυπάω το κουδούνι και δεν μου ανοίγει την πόρτα κανείς: θα λείπουν φαίνεται...

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
κουδουν- 

Συγγενικά[επεξεργασία]

και

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουδούνι ουδέτερο