κουζινομάχαιρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουζινομάχαιρο τα κουζινομάχαιρα
      γενική του κουζινομάχαιρου των κουζινομάχαιρων
    αιτιατική το κουζινομάχαιρο τα κουζινομάχαιρα
     κλητική κουζινομάχαιρο κουζινομάχαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κουζινομάχαιρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουζινομάχαιρο < κουζίνα + -ο- + μαχαίρι + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουζινομάχαιρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]