κουζούκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουζούκα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουζούκα θηλυκό

  • γιλέκο, τμήμα τοπικής φορεσιάς της Σκιάθου (αλλά αναφερόμενο και στη Θράκη), είτε από στόφα ή βελούδινο, ανοιχτό μπροστά
    ※  ἡ θειά τό Μαλαμώ εἶχε τό βαρύ γουνάκι καί τήν κουζούκα της (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
    ※  Μια κουζούκα γουνωμένη (Αρχείον Θράκης, Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού Γλωσσικού Θησαυρού, Τόμος 27-28, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1962, σελ. 69)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]