κουιντέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουιντέτο τα κουιντέτα
      γενική του κουιντέτου των κουιντέτων
    αιτιατική το κουιντέτο τα κουιντέτα
     κλητική κουιντέτο κουιντέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουιντέτο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουιντέτο ουδέτερο

  • (μουσική)
    1. συγκρότημα πέντε μουσικών που εκτελούν μαζί μια σύνθεση
    2. έργο γραμμένο για πέντε όργανα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]