κουκλάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kuˈkla.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐κλά‐δι‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουκλάδικο ουδέτερο
- (προφορικό, σπάνιο) βιοτεχνία όπου κατασκευάζονται κούκλες
- ※ Η μητέρα της από οκτώ ετών της βρήκε δουλειά κι εκείνης, για να μην την παίρνει μαζί της στο πλύσιμο, εκεί κοντά στο Μεταξουργείο, σ΄ ένα κουκλάδικο, δίπλα σε καλούς ανθρώπους. (από blog, 12/6/2012 [1])
- ※ και μετά αυτό δεν εξυπηρετούσε και πήγαμε στην Λένορμαν (στου Λαναρά) που σήμερα είναι ακόμη κουκλάδικο (Αποκλειστική συνέντευξη της Ειρήνης Ποπαλίδου, μοντελίστ της EL GRECO, elgrecoandlyratoys.org, 18/9/2018 [2])
- ※ Αυτο που μου κανει εντυπωση με τη Mei, ειναι το οτι στο κουκλαδικο υπαρχει ενα αντιγραφο της σε μια κασα, ειναι δηλαδη σα να υπονοειται πως ειναι νεκρη (blog, 2012)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουκλάδικο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άδικο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)