κουκοσάλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «κουκοσάλιο».
Αναθεώρηση : Να βρεθούν πηγές για την ετυμολογία.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουκοσάλιο τα κουκοσάλια
      γενική του κουκοσάλιου των κουκοσάλιων
    αιτιατική το κουκοσάλιο τα κουκοσάλια
     κλητική κουκοσάλιο κουκοσάλια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουκοσάλιο < κόκκος + σίελος ή κόκκος υάλου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουκοσάλιο ουδέτερο