κουκούτσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουκούτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουκούτσι(ν) < ιταλική cucuzza (κολοκύθι) (από τους σπόρους της κολοκυθιάς)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουκούτσι ουδέτερο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μυαλό κουκούτσι/δεν έχει κουκούτσι μυαλό: είναι άμυαλος
- (καΐσι βερύκοκο) και το κουκούτσι αμύγδαλο:
- όλα μπορούν να αξιοποιηθούν
- (ειδικότερα) για κάποιον που δεν πετάει τίποτε
- (ειδικότερα) για κάτι που είναι νόστιμο (ή αξιόλογο) μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια, όπως π.χ. μια ωραία κοπέλα