κουλουρατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουλουρατζής οι κουλουρατζήδες
      γενική του κουλουρατζή των κουλουρατζήδων
    αιτιατική τον κουλουρατζή τους κουλουρατζήδες
     κλητική κουλουρατζή κουλουρατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουλουρατζής < κουλούρια + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουλουρατζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) γενικά ο πλανόδιος πωλητής κουλουριών (τύπου Θεσσαλονίκης)
  2. ειδικότερα ο πρόχειρα εγκατεστημένος σε πεζοδρόμιο πωλητής κουλουριών

Συνώνυμα[επεξεργασία]

* κουλουρτζής
* κουλουριτζής
* κουλούριας (με χρήση περισσότερο σκωπτική)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]