κουλτουριάρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουλτουριάρικος η κουλτουριάρικη το κουλτουριάρικο
      γενική του κουλτουριάρικου της κουλτουριάρικης του κουλτουριάρικου
    αιτιατική τον κουλτουριάρικο την κουλτουριάρικη το κουλτουριάρικο
     κλητική κουλτουριάρικε κουλτουριάρικη κουλτουριάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουλτουριάρικοι οι κουλτουριάρικες τα κουλτουριάρικα
      γενική των κουλτουριάρικων των κουλτουριάρικων των κουλτουριάρικων
    αιτιατική τους κουλτουριάρικους τις κουλτουριάρικες τα κουλτουριάρικα
     κλητική κουλτουριάρικοι κουλτουριάρικες κουλτουριάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουλτουριάρικος < κουλτουριάρης + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

κουλτουριάρικος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]