κουμάντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουμάντο | τα | κουμάντα |
γενική | του | κουμάντου | των | κουμάντων |
αιτιατική | το | κουμάντο | τα | κουμάντα |
κλητική | κουμάντο | κουμάντα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουμάντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική comando
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουμάντο ουδέτερο
- η διαχείριση, η διεύθυνση
- δεν έκανε καλό κουμάντο και έπεσε έξω