Μετάβαση στο περιεχόμενο

κουμάρι

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Κουμάρι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουμάρι τα κουμάρια
      γενική του κουμαριού των κουμαριών
    αιτιατική το κουμάρι τα κουμάρια
     κλητική κουμάρι κουμάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
κουμάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kumar < αραβική قمار (kumār)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουμάρι ουδέτερο

  • τυχερό παιχίδι, π.χ. ζάρια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
κουμάρι < μεσαιωνική ελληνική κουκουμάριον < λατινική cucuma

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουμάρι ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]