κουμούλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική κουμούλ κουμούλεα
γενική κουμουλί κουμουλίων
αιτιατική κουμούλ κουμούλεα
κλητική κουμούλ κουμούλεα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουμούλ < λατινική cumulus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kʰuˈmul/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουμούλ ουδέτερο

  • η στοίβα, ο σωρός
    εμπροστά τ' έστεκανε ένα κουμούλ καρτόφεα - μπροστά του βρισκόταν ένας σωρός πατάτες

Συγγενικά[επεξεργασία]