κουνάβι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουνάβι | τα | κουνάβια |
γενική | του | κουναβιού | των | κουναβιών |
αιτιατική | το | κουνάβι | τα | κουνάβια |
κλητική | κουνάβι | κουνάβια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουνάβι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουνάδι[1] [2] < σλαβικής προέλευσης куна (kǔːna)[1] [2] < πρωτοσλαβική *kuna
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kuˈna.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐νά‐βι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουνάβι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο θηλαστικό που ανήκει στο γένος Μάρτης (Marten ή Martes) της υποοικογένειας Ικτιδίνες, της οικογένειας Ικτιδίδες καθώς και η γούνα του ζώου αυτού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κουνάβι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουνάβι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ 2,0 2,1 κουνάβι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)