κουνέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουνέλα | οι | κουνέλες |
γενική | της | κουνέλας | των | κουνελών |
αιτιατική | την | κουνέλα | τις | κουνέλες |
κλητική | κουνέλα | κουνέλες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουνέλα < κουνέλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουνέλα θηλυκό
- θηλυκό κουνέλι
- μεγεθυντικό του κουνέλι
- (μεταφορικά) (μειωτικό) χαρακτηρισμός γυναίκας που έχει κάνει πολλές γέννες
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κουνέλι