κουνελότρυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουνελότρυπα θηλυκό
- η τρύπα που οδηγεί στην κουνελοφωλιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουνελότρυπα