κουράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουράρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική curare + < λατινική curare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος curo < cura < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω)

Ρήμα[επεξεργασία]

κουράρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]