κουράσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuˈɾa.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρά‐σεις
ομόηχο: Κουράσης

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κουράσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουράζω
  2. θα κουράσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουράζω