κουρέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουρέλα | οι | κουρέλες |
γενική | της | κουρέλας | — | |
αιτιατική | την | κουρέλα | τις | κουρέλες |
κλητική | κουρέλα | κουρέλες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρέλα < κουρέλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α < μεσαιωνική ελληνική κουρέλλιν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρέλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρέλα