κουραδοκόφτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουραδοκόφτης οι κουραδοκόφτες
      γενική του κουραδοκόφτη των κουραδοκοφτών
    αιτιατική τον κουραδοκόφτη τους κουραδοκόφτες
     κλητική κουραδοκόφτη κουραδοκόφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουραδοκόφτης < κουράδ(ι) + -ο- + κόφτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.ɾa.ðoˈko.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρα‐δο‐κό‐φτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουραδοκόφτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]