κουραμάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουραμάνα οι κουραμάνες
      γενική της κουραμάνας
    αιτιατική την κουραμάνα τις κουραμάνες
     κλητική κουραμάνα κουραμάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Ο πληθυντικός, σπάνιος
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουραμάνα < αβέβαιης ετυμολογίας Πιθανόν
ή από τις λέξεις κόρα (του ψωμιού) + μάνα. Δείτε και το αλβανικό karaman (ξεροκόμματο)[1]
ή από το γαλλικό επίρρημα couremment (τροχάδην) από το τρέξιμο των φαντάρων[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.ɾaˈma.na/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουραμάνα θηλυκό

  1. πιτυρούχο ψωμί κατώτερης ποιότητας που παρασκευαζόταν ειδικά για τον στρατό
    ※  Άνοιξε το σακκίδιό του και μούκοψε ένα κομμάτι κουραμάνα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. γενικότερα, το ψωμί των στρατιωτών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)