κουρδισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρδίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κουρδισμένος, -η, -ο
- (μουσική) που έχει κουρδιστεί, που ρυθμίστηκε ώστε να παράγει νότες στον κατάλληλο τόνο
- (μεταφορικά) εκνευρισμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρδισμένος
|