κουρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]κουρεμένος, -η, -ο
- που έχει κουρευτεί
- κουρεμένα πρόβατα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος: γι' αυτόν που προσπάθησε να βγάλει κάποιο κέρδος ή άλλο όφελος, βγήκε όμως ζημιωμένος
- κουρεμένο γίδι: λέγεται για κάποιον που τον κούρεψαν άσχημα