Μετάβαση στο περιεχόμενο

κουρεύομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος κουρεύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kuˈɾe.vo.me/

κουρεύομαι, αόρ.: κουρεύτηκα, μτχ.π.π.: κουρεμένος, (ενεργ.: κουρεύω)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]