κουρζέτο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρζέτο | τα | κουρζέτα |
γενική | του | κουρζέτου | των | κουρζέτων |
αιτιατική | το | κουρζέτο | τα | κουρζέτα |
κλητική | κουρζέτο | κουρζέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουρζέτο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) υδρορροή στα πλάγια του καταστρώματος ενός πλοίου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουρζέτο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)