κουρμπέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρμπέτι τα κουρμπέτια
      γενική
    αιτιατική το κουρμπέτι τα κουρμπέτια
     κλητική κουρμπέτι κουρμπέτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρμπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gurbet (ξενιτιά) < αραβική غُرْبَة (ḡurba, νοσταλγία πατρίδας)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuɾˈbe.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουρ‐μπέ‐τι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουρμπέτι ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]