κουρμπαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρμπαδόρος αρσενικό
- εργαλείο συστροφής σωλήνων, συνηθέστερα χάλκινων, δημιουργώντας κούρμπα μέχρι και 180 μοιρών
- μεταλλική διάταξη πλάγια αντιτακτών ακίδων, όπου χειρωνακτικά επιχειρείται η συστροφή μεταλλικών βεργών ή ράβδων οικοδομής
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο κουρμπαδόρος φέρεται ως εργαλείο συνηθέστερα των ψυκτικών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρμπαδόρος
|