κουρούπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρούπα < κουρούπι +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουρούπα θηλυκό (μεγεθυντικό του κουρούπι)

  1. μεγάλο κουρούπι, πήλινο δοχείο
  2. πιθάρι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]