κουρούπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) κυρίως ο ορισμός: μεθυσμένος, και η ετυμολογία.
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρούπης < πιθανόν[1] κουρούπ(ι) + -ης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρούπης αρσενικό
- φαλακρός
- (ιδιωματικό) μεθυσμένος (& κρούπης) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρούπης
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.