κουρσάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρσάρα οι κουρσάρες
      γενική της κουρσάρας
    αιτιατική την κουρσάρα τις κουρσάρες
     κλητική κουρσάρα κουρσάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρσάρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουρσάρα θηλυκό

  • μεγάλο ή γρήγορο ή πολυτελές ή γενικότερα πολύ καλό αυτοκίνητο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]