κουρσάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουρσάρα | οι | κουρσάρες |
γενική | της | κουρσάρας | — | |
αιτιατική | την | κουρσάρα | τις | κουρσάρες |
κλητική | κουρσάρα | κουρσάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρσάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρσάρα θηλυκό
- μεγάλο ή γρήγορο ή πολυτελές ή γενικότερα πολύ καλό αυτοκίνητο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρσάρα
|