κουρσάρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρσάρικος η κουρσάρικη το κουρσάρικο
      γενική του κουρσάρικου της κουρσάρικης του κουρσάρικου
    αιτιατική τον κουρσάρικο την κουρσάρικη το κουρσάρικο
     κλητική κουρσάρικε κουρσάρικη κουρσάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρσάρικοι οι κουρσάρικες τα κουρσάρικα
      γενική των κουρσάρικων των κουρσάρικων των κουρσάρικων
    αιτιατική τους κουρσάρικους τις κουρσάρικες τα κουρσάρικα
     κλητική κουρσάρικοι κουρσάρικες κουρσάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρσάρικος < μεσαιωνική ελληνική κουρσάρικος < κουρσάρος < ιταλική corsaro < μεσαιωνική λατινική cursarius < λατινική cursus < curro

Επίθετο[επεξεργασία]

κουρσάρικος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]