κουρσεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρσεύω < μεσαιωνική ελληνική κουρσεύω < κούρσος

Ρήμα[επεξεργασία]

κουρσεύω (παθητική φωνή: κουρσεύομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]