κουρτέλλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κουρτέλλα, Κουρτέλλας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρτέλλα < (άμεσο δάνειο) βενετική cortela

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρτέλλα θηλυκό

  • (κουζινικά) άλλη μορφή του κουρτέλα
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Τότες ἐβρούθισεν ἀφέντης τοῦ ̓Αρσεφίου καὶ βάσταν μίαν κουρτέλλαν ὡς γίον σπαθόπουλον εἰς τὸ χέριν του, κατὰ τὰ γουζιάζαν τὸν αὑτὸν καιρόν, καὶ κοντά του ὁ σὶρ Χαρρῆν τὲ Ζιπλέτ.

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]