κουσέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουσέλι τα κουσέλια
      γενική του κουσελιού των κουσελιών
    αιτιατική το κουσέλι τα κουσέλια
     κλητική κουσέλι κουσέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουσέλι < μεσαιωνική ελληνική κουσέλιο < κονσίλιον < ιταλική consiglio < λατινική consilium < consulo < con- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sal- (αρπάζω, παίρνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουσέλι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό, παρωχημένο) κακολογία, κακογλωσσιά
  2. (ιδιωματικό, παρωχημένο) κουτσομπολιό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]