κουσέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουσέλι | τα | κουσέλια |
γενική | του | κουσελιού | των | κουσελιών |
αιτιατική | το | κουσέλι | τα | κουσέλια |
κλητική | κουσέλι | κουσέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουσέλι < μεσαιωνική ελληνική κουσέλιο < κονσίλιον < ιταλική consiglio < λατινική consilium < consulo < con- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sal- (αρπάζω, παίρνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουσέλι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουσέλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)