κουστουμαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουστουμαρισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
κουστουμαρισμένος, -η, -ο
- που είναι ντυμένος με κουστούμι και γραβάτα και είναι γενικότερα επιμελημένος
- πρώτη φορά σε βλέπω κουστουμαρισμένο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουστουμαρισμένος