κουταλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουταλάκι | τα | κουταλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουταλάκι | τα | κουταλάκια |
κλητική | κουταλάκι | κουταλάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουταλάκι < κουτάλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουταλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κουτάλι
- (ειδικότερα) κουταλάκι του γλυκού
- (γενικότερα) κάθε κουτάλι μικρότερο από το κουτάλι της σούπας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουτάλι
κουταλάκι