κουτρούβιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουτρούβιο | τα | κουτρούβια |
γενική | του | κουτρούβιου & κουτρουβίου |
των | κουτρούβιων & κουτρουβίων |
αιτιατική | το | κουτρούβιο | τα | κουτρούβια |
κλητική | κουτρούβιο | κουτρούβια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτρούβιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κουτρούβ(ιον) + κατάληξη της δημοτικής -ιο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kuˈtɾu.vi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τρού‐βι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουτρούβιο ουδέτερο
- (κεραμική) είδος πήλινου δοχείου
- (ειδικότερα) φιαλίδιο από πηλό ή μόλυβδο που χρησιμοποιούνταν από τους προσκυνητές για να μεταφέρουν το μύρο που έπαιρναν από τους τόπους λατρείας
Πηγές[επεξεργασία]
- Μολύβδινο φιαλίδιο μύρου (κουτρούβιο) στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης. πρόσβαση:2020.06.14. [με φωτογραφία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτρούβιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)