κουτσαβάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουτσαβάκι | τα | κουτσαβάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουτσαβάκι | τα | κουτσαβάκια |
κλητική | κουτσαβάκι | κουτσαβάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτσαβάκι < κουτσαβάκ(ης) + -ι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.t͡saˈva.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσα‐βά‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουτσαβάκι ουδέτερο
- (παρωχημένο, προφορικό) άλλη μορφή του κουτσαβάκης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτσαβάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)