κουτσοδόντικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτσοδόντικος η κουτσοδόντικη το κουτσοδόντικο
      γενική του κουτσοδόντικου της κουτσοδόντικης του κουτσοδόντικου
    αιτιατική τον κουτσοδόντικο την κουτσοδόντικη το κουτσοδόντικο
     κλητική κουτσοδόντικε κουτσοδόντικη κουτσοδόντικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτσοδόντικοι οι κουτσοδόντικες τα κουτσοδόντικα
      γενική των κουτσοδόντικων των κουτσοδόντικων των κουτσοδόντικων
    αιτιατική τους κουτσοδόντικους τις κουτσοδόντικες τα κουτσοδόντικα
     κλητική κουτσοδόντικοι κουτσοδόντικες κουτσοδόντικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτσοδόντικος < κουτσοδόντης + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

κουτσοδόντικος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]