κουτσοδόντικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτσοδόντικος < κουτσοδόντης + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
κουτσοδόντικος
- που έχει σχέση με κουτσοδόντη, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτσοδόντικος
|