Μετάβαση στο περιεχόμενο

κουτσομπόλα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτσομπόλα οι κουτσομπόλες
      γενική της κουτσομπόλας
    αιτιατική την κουτσομπόλα τις κουτσομπόλες
     κλητική κουτσομπόλα κουτσομπόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουτσομπόλα < κουτσομπόλης +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουτσομπόλα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]