κουτσομπόλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουτσομπόλα | οι | κουτσομπόλες |
γενική | της | κουτσομπόλας | — | |
αιτιατική | την | κουτσομπόλα | τις | κουτσομπόλες |
κλητική | κουτσομπόλα | κουτσομπόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουτσομπόλα < κουτσομπόλης + -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουτσομπόλα θηλυκό
- θηλυκό του κουτσομπόλης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κουτσομπολεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουτσομπόλα
|