κουφέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουφέτο τα κουφέτα
      γενική του κουφέτου των κουφέτων
    αιτιατική το κουφέτο τα κουφέτα
     κλητική κουφέτο κουφέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κόκκινα κουφέτα από την Ιταλία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουφέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική confetto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουφέτο ουδέτερο

  1. το μικρό ζαχαρωτό, συνήθως ωοειδούς σχήματος, που αποτελείται από ένα αμύγδαλο ή σοκολάτα με επικάλυψη από σκληρό στρώμα ζάχαρης και που προσφέρεται στους γάμους και στα βαφτίσια
  2. (μεταφορικά) τα πολύ άσπρα ή πολύ καθαρά ρούχα
    σαν κουφέτα έγιναν τα σεντόνια
  3. (μεταφορικά) κάτι πολύ όμορφο, τρυφερό και ανάλαφρο (συνήθως λέγεται για μικρό παιδί)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • θα φάμε κουφέτα: για γάμο που επίκειται
    πότε θα φάμε κουφέτα, Γιάννη; (πότε παντρεύεσαι;)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]