κουφέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κουφέτο | κουφέτα |
γενική | κουφέτου | κουφέτων |
αιτιατική | κουφέτο | κουφέτα |
κλητική | κουφέτο | κουφέτα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουφέτο ουδέτερο
- μικρό ζαχαρωτό, συνήθως ωοειδούς σχήματος, που αποτελείται από ένα αμύγδαλο ή σοκολάτα με επικάλυψη από σκληρό στρώμα ζάχαρης και που προσφέρεται στους γάμους και στα βαφτίσια
- (μεταφορικά) πολύ άσπρα ή πολύ καθαρά ρούχα
- σαν κουφέτα έγιναν τα σεντόνια
- (μεταφορικά) κάτι πολύ όμορφο, τρυφερό και ανάλαφρο (συνήθως λέγεται για μικρό παιδί)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θα φάμε κουφέτα: για γάμο που επίκειται
- πότε θα φάμε κουφέτα, Γιάννη; (πότε παντρεύεσαι;)