κουφού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κουφού
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
- κωφού (λόγιο, επίσημο)
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
- Κουφού (επώνυμο)
Δείτε επίσης : Κουφού |
κουφού